Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Δυο Κύβοι Μαύρης Ζάχαρης

Λέξη «Πέντε»

Και σήμερα
για άλλη μια φορά
     μοιράζω σκοτάδια στις πιο βαθιές ρωγμές μου.
Τα οργανώνω,
    τα βάζω σε τάξη.
Τα τοποθετώ με αλφαβητική
   σειρά στα σημεία της υλικής μου
     εκδοχής. Σε κάθε πόρο της
επιφάνειάς μου προσπαθώ να
στριμώξω και ένα από αυτά.
Κι ύστερα πάλι
να τα αποσύρω προσπαθώ,
να τα τραβήξω από το σφραγισμένο πηγάδι,
και πρώτη ύλη...,
χώμα και νερό
να τα καταστήσω.
Οικοδομικό υλικό
για να χτίσω με μαεστρία
   τα αποστειρωμένα σχήματα
που προσφέρω
    στον κόσμο.


Λέξη «Έξι» 

Πώς θα ήταν άραγε
τα ίδια τα νεκρά μου
χείλη να φιλώ;
Τούτη η σκέψη με απασχολεί
το βράδυ αυτό.

Το πρόσωπό μου
αντικρυστά να στέκεται
με την άψυχή του εκδοχή,
και τρυφερά να πλησιάζει το
 ζωηρό του στόμα
στις αδελφές παγερές καμπύλες
του νεκρού αντικατοπτρισμού.

Αν μπορούσα θα ταρρίχευα τον
 εαυτό μου...,
θα τον τοποθετούσα στην απέναντι πολυθρόνα.
Να τον κοιτάζω κάθε μέρα.
 Να μου θυμίζει πως
μόνον οι ανόητοι έχουν
απαντήσεις.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Οι Τέσσερις


Λέξη I 

Τη λεπίδα που έχω
μόνιμα αντί για γλώσσα,
φοβάμαι μη καμιά φορά,
πάνω στο παραλήρημα του πυρετού
    δαγκώσω δυνατά.
Ο Μάγος μου είπε κάποιες
      λέξεις να αρθρώνω
          κάθε νύχτα
για να εξευμενίζω το ξυράφι.
Έτσι, αποφεύγω να φιλώ τους
      ανθρώπους.
Έχω πληγώσει πολλούς έτσι.
Άλλους πάλι,
κατάφερα να τους σκοτώσω.
Κι έτσι φοβάμαι.
Και προτιμώ να καταπίνω το ξυράφι,
σαν ξεχνώ τα λόγια του Μάγου.
Γι’ αυτό και με τα χρόνια,
έχουν τα πάντα μέσα
στο λαιμό διαβρωθεί.
Και δε μιλάω πια.



ΛέξηΙΙ

Κι είναι στιγμές, που
θέλω μονάχα να πλαγιάσω
στο χώμα.                          
Και τα μαλλιά μου να μπλέκονται
γλυκά με τις φύτρες της Γης.
Ένα σφιχτό κουβάρι ιστού αράχνης
να γίνονται τ’ αγκαλιασμένα
αυτά πλοκάμια.

Κι όλο πιο βαθιά στις
ρίζες τους να με τραβούν,
...στην αρχή τους.

Κι εκεί ελεύθερη να υπάρχω,
... ν’ αναπνέω.
Γιατί οι αληθινοί μου συγγενείς
είναι νεκροί.
Και οι νεκροί είναι 
                  οι αληθινοί μου συγγενείς.



Λέξη ΙΙΙ

Η κόρη μου,
κάθεται απέναντι
απ’ τον καθρέφτη μου.
Μονάχα το είδωλό μου
        αντέχει να αντικρύσει.
Είναι κι αυτή σιωπηλή...
και σκοτεινή.
Όπως κι εγώ,
μονάχα άναρθρες κραυγές
μοιράζει στα πρόσωπα
     του κόσμου.
Σηκώνει το κεφάλι
ψηλά στον ουρανό,
κι από το τρομαχτικό της στόμα,
             μαύρο απύθμενο πηγάδι,
ακατάληπτους ήχους εξακοντίζει,
    σαν πίδακες φωτιάς
           από ηφαιστείου κορυφή.




Λέξη ΙV

Σε κάθε μικρή αναπνοή
            του χρόνου,
προσπαθώ να καταλάβω
σε ποια συνθήκη καλύτερα
           υπάρχω.
Κάθετη ή οριζόντια.
Κι ύστερα από πολλές
διαδρομές κι αμφιβολίες
στη φυσική μου
δίνη αφήνομαι.
Στην ατέρμονη σπείρα.
Τόσο ανάρμοστη
στις ευθείες
            του κόσμου.