Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Καρουζέλ (Επανάληψη στα Σκοτάδια)



Αν έχω ένα ταλέντο, είναι
πρωτίστως αυτό,
να οργανώνω.

-Όχι τίποτε χαρτιά μέσα σε κίτρινους φακέλους
με σβολιασμένη την κόλλα στην κορφή.
Όχι, όχι αυτό.
Είναι και τούτο το κίτρινο που μοιάζει
με άνοιξη ξεθυμασμένη.
Είναι κι η σβολιασμένη κόλλα που φέρνει στο νου
τον άνθρωπο που την έτριψε με το δείχτη του
κρατώντας το κεφάλι του σκυφτό.
Το αποφεύγω-

Οργανώνω σκοτάδια.
Σκοτάδι Ένα,
Σκοτάδι Δύο,
Σκοτάδι Τρία.
Τα βάζω σε αλφαβητική σειρά.
Τα βάζω σε αριθμητική σειρά.

Τα καλλωπίζω, 
            τα χτενίζω, 
τους βάζω το αγαπημένο τους άρωμα.
Τα σκοτάδια προτιμούν το γιασεμί.
Τα γυαλίζω ύστερα.
Παράδοξο αλήθεια. 
         Λουστραρισμένα σκοτάδια.

Μένω να  τα κοιτάζω λίγο.
Έπειτα τα μαζεύω.
Σαν να ‘ρθε
η ώρα να μπούνε τα παιχνίδια
στα κουτιά τους.

Κι έτσι τα στριμώχνω.
Τα ζουλάω.
Τα πατάω στις άκρες τους.
Σε κάθε πόρο  της επιφάνειάς μου
πρέπει να χωρέσει ένα.

Δεν φταίω εγώ.
Δε χωρούν.
Και πλημμυρίζουν
το δωμάτιο.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Χρυσόψαρο


Όταν στο τέλος θα 'χω
Φτάσει
του δρόμου αυτού,

 θα ζω μονάχα με μερικά
κουφάρια λέξεων,
φυγαδευμένα παράνομα στους
πόρους της επιφάνειάς μου,

 σε πλήρη αποσύνθεση.

Μονάχα άναρθρες κραυγές
θα βγάζω.

Άπιστα και ανυπάκουα...

 Στους λουστραρισμένους χρόνους,
 στους καλογυαλισμένους πόνους,
στις τριγυρνές αλήθειες

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Κάθαρση (;;)


Κι είναι μια σύμπτωση σχεδόν ειρωνική,
που η νύχτα έχει κάτι από τη γεύση της σκουριάς.
Κι είναι η γεύση αυτή που γεννάει τα όνειρά μου.
Θυμάσαι που συζητούσαμε ώρες πολλές
για όλα εκείνα τα παράδοξα που φανερώνονται στον ύπνο μου;

Κι εκείνο το όνειρο που είχα δει...;…
Το θυμάσαι;
Πως ήσουν τάχα εσύ, με το κεφάλι και το σώμα σου τ’ αληθινά…,
μα τα χέρια και τα πόδια σου ήταν σα να ‘χανε μόλις κοπεί
από τη βρεφική σάρκα μιας νεοφερμένης ύπαρξης…
Κι έτσι άχαρα και άτεχνα να είχαν κολληθεί στους ώμους
και τις απολήξεις της λεκάνης σου.
Κι ήταν τότε, που τ’ αδύναμά σου άκρα δε μπορούσαν να μ’ αγκαλιάσουν.
Κι είχες στενοχωρηθεί γι’ αυτό λιγάκι.
Θυμάσαι;
Μα όσο πιο παράδοξη γινόταν η μορφή σου,
κι όσο πιο ανίσχυρος εσύ να προσφέρεις ένα μικρό έστω «κάτι»,
ένα αθέατο σχεδόν «λίγο»,
τόσο περισσότερο αγαπούσα εγώ την εν δυνάμει,
μα ποτέ πραγματωμένη συνθήκη.

Κι άρχισα τότε, με μητρική σχεδόν στοργή,
τα μικροσκοπικά σου άκρα να φιλώ.
Θυμάσαι;
Μα δεν άλλαζε τίποτε.
Εσύ παρέμενες μικρός και τα χέρια και τα πόδια σου σχεδόν παραλυμένα,
άυλα σχήματα...,
σαν τα υφάσματα που κρέμονται από τη
φούστα της ζητιάνας με την ξεχαρβαλωμένη κιθάρα
και τις δύο χοντρές πλεξίδες, στη γειτονιά...
Μα από τούτη τη μικρή ένωση, η βρεφική σου σάρκα,
άρχισε ένα περίεργο άρωμα να αναδύει.
Ένα άρωμα, που είχε φορτίο μνήμης παιδικής.
Από εκείνα τα πρωινά της Κυριακής στο χωριό,
που η γιαγιά μού ζητούσε να τη συνοδεύσω στην εκκλησία.
Κι εγώ βαριόμουνα πολύ το πρωινό ξύπνημα.
Κι είναι περίεργο, πώς τούτη η επαφή γέννησε μια τέτοια μυρωδιά.
Και παράδοξο μαζί, αφού κανένας από τους δυο μας
δεν πιστεύει στους θεούς των ανθρώπων.
Μα με τον καιρό κατάλαβα...,

...Τούτη η συνάντηση της γεύσης της σκουριάς στη νύχτα...,
με το άρωμα του μύρου στα όνειρα...,
μόνο παράδοξα μπορεί να γεννήσει...

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Νυχτερινό Αίνιγμα

Αποφάσισα να ψήνω κάθε βράδυ,
  μερικές φλούδες από πορτοκάλι,
         ή μανταρίνι,
στο μάτι της κουζίνας.
Κι ύστερα την αριστερή μου παλάμη
να ακουμπώ στην πυρωμένη
επιφάνεια,

  …να συγκρίνω τις μυρωδιές.

Και αίνιγμα να βάζω
στο νυχτερινό μου επισκέπτη.
-πορτοκάλι,
…μανταρίνι ή
…εγώ;…
Και νικητής δε θα ‘ναι αυτός 
που τη σωστή απάντηση
θ’ αρθρώσει.
Μα εκείνος που μία ακόμη εκδοχή
θα προσθέσει στις πιθανές
απαντήσεις του γρίφου...

...Το δικό του δέρμα…

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Μια Μικρή Αντιστροφή


Κι έτσι όπως πάντα με συμβούλευες να ζω, έτσι πορεύομαι…
Και λαίμαργα το χρόνο καταπίνω,
το μικρό αυτό κομμάτι ύλης που μου αναλογεί γεμίζοντας, 
με άδειες από σένα μνήμες
Έλεγες πάντα τις σκιές να κυνηγώ.
«Στις μαύρες τρύπες,
μόνο τα μαθημένα μάτια βλέπουν»…
 έλεγες.
Και τώρα ξέρω μονάχα εκεί να κατοικώ,
και για να αναπνεύσω, μιαν αχτίδα σκοταδιού ανάγκη έχω.
Κι όσο πιο βαθιά και η ύλη των ματιών μου ακόμα,
μια ερεβώδης μάζα γίνεται,
τόσο πιο πέρα απ’ τη ζωή φαντάζεις.
Αλήθεια, αυτό πώς δεν το σκέφτηκες;
Για κάτι τέτοιο δε με προετοίμασες.
Κι αν τώρα μπορώ, με μεγαλύτερη δύναμη και ορμή
κάτι να κάνω, είναι το μικρό μου εαυτό να αγαπώ.
Γιατί τα δυο μου χέρια, την κοιλιά
και άλλες γωνιές της σάρκας μου όταν κοιτάζω,
ξέρω πώς από τη δική σου απλά κοπήκανε…
Το αίμα μου, εσύ με περισσή φροντίδα
στις φλέβες μου,
στάλα τη στάλα έριξες.
Κι ό, τι δικό μου σώμα λογαριάζεται,
το δικό σου αφετηρία έχει.
Κι άλλο δρόμο δεν έχω πια,
παρά να με αγαπάω.
Και τη φτωχή μου ύπαρξη πελώρια να ορθώνω,
στου δρόμου τις απότομες στροφές.
Έτσι, όρθια κι ακέραιη να στέκομαι.
Ώσπου…
Εκείνη η μαγική στιγμή να ’ρθει…
Οι ρόλοι να αντιστραφούν,
κι εγώ από τις φλέβες μου,
αίμα να ρίξω στις δικές σου
και μέσα απ’ τη δική μου μήτρα να ξαναγεννηθείς.
Και τότε, κόρη να σε πω,
κι εσύ εμένα, όπως εγώ συνήθιζα να σε φωνάζω…,
 «μάνα».


Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Δυο Κύβοι Μαύρης Ζάχαρης

Λέξη «Πέντε»

Και σήμερα
για άλλη μια φορά
     μοιράζω σκοτάδια στις πιο βαθιές ρωγμές μου.
Τα οργανώνω,
    τα βάζω σε τάξη.
Τα τοποθετώ με αλφαβητική
   σειρά στα σημεία της υλικής μου
     εκδοχής. Σε κάθε πόρο της
επιφάνειάς μου προσπαθώ να
στριμώξω και ένα από αυτά.
Κι ύστερα πάλι
να τα αποσύρω προσπαθώ,
να τα τραβήξω από το σφραγισμένο πηγάδι,
και πρώτη ύλη...,
χώμα και νερό
να τα καταστήσω.
Οικοδομικό υλικό
για να χτίσω με μαεστρία
   τα αποστειρωμένα σχήματα
που προσφέρω
    στον κόσμο.


Λέξη «Έξι» 

Πώς θα ήταν άραγε
τα ίδια τα νεκρά μου
χείλη να φιλώ;
Τούτη η σκέψη με απασχολεί
το βράδυ αυτό.

Το πρόσωπό μου
αντικρυστά να στέκεται
με την άψυχή του εκδοχή,
και τρυφερά να πλησιάζει το
 ζωηρό του στόμα
στις αδελφές παγερές καμπύλες
του νεκρού αντικατοπτρισμού.

Αν μπορούσα θα ταρρίχευα τον
 εαυτό μου...,
θα τον τοποθετούσα στην απέναντι πολυθρόνα.
Να τον κοιτάζω κάθε μέρα.
 Να μου θυμίζει πως
μόνον οι ανόητοι έχουν
απαντήσεις.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Οι Τέσσερις


Λέξη I 

Τη λεπίδα που έχω
μόνιμα αντί για γλώσσα,
φοβάμαι μη καμιά φορά,
πάνω στο παραλήρημα του πυρετού
    δαγκώσω δυνατά.
Ο Μάγος μου είπε κάποιες
      λέξεις να αρθρώνω
          κάθε νύχτα
για να εξευμενίζω το ξυράφι.
Έτσι, αποφεύγω να φιλώ τους
      ανθρώπους.
Έχω πληγώσει πολλούς έτσι.
Άλλους πάλι,
κατάφερα να τους σκοτώσω.
Κι έτσι φοβάμαι.
Και προτιμώ να καταπίνω το ξυράφι,
σαν ξεχνώ τα λόγια του Μάγου.
Γι’ αυτό και με τα χρόνια,
έχουν τα πάντα μέσα
στο λαιμό διαβρωθεί.
Και δε μιλάω πια.



ΛέξηΙΙ

Κι είναι στιγμές, που
θέλω μονάχα να πλαγιάσω
στο χώμα.                          
Και τα μαλλιά μου να μπλέκονται
γλυκά με τις φύτρες της Γης.
Ένα σφιχτό κουβάρι ιστού αράχνης
να γίνονται τ’ αγκαλιασμένα
αυτά πλοκάμια.

Κι όλο πιο βαθιά στις
ρίζες τους να με τραβούν,
...στην αρχή τους.

Κι εκεί ελεύθερη να υπάρχω,
... ν’ αναπνέω.
Γιατί οι αληθινοί μου συγγενείς
είναι νεκροί.
Και οι νεκροί είναι 
                  οι αληθινοί μου συγγενείς.



Λέξη ΙΙΙ

Η κόρη μου,
κάθεται απέναντι
απ’ τον καθρέφτη μου.
Μονάχα το είδωλό μου
        αντέχει να αντικρύσει.
Είναι κι αυτή σιωπηλή...
και σκοτεινή.
Όπως κι εγώ,
μονάχα άναρθρες κραυγές
μοιράζει στα πρόσωπα
     του κόσμου.
Σηκώνει το κεφάλι
ψηλά στον ουρανό,
κι από το τρομαχτικό της στόμα,
             μαύρο απύθμενο πηγάδι,
ακατάληπτους ήχους εξακοντίζει,
    σαν πίδακες φωτιάς
           από ηφαιστείου κορυφή.




Λέξη ΙV

Σε κάθε μικρή αναπνοή
            του χρόνου,
προσπαθώ να καταλάβω
σε ποια συνθήκη καλύτερα
           υπάρχω.
Κάθετη ή οριζόντια.
Κι ύστερα από πολλές
διαδρομές κι αμφιβολίες
στη φυσική μου
δίνη αφήνομαι.
Στην ατέρμονη σπείρα.
Τόσο ανάρμοστη
στις ευθείες
            του κόσμου.