Κι έτσι όπως πάντα με συμβούλευες να ζω, έτσι πορεύομαι…
Και λαίμαργα το χρόνο καταπίνω,
το μικρό αυτό κομμάτι ύλης που μου αναλογεί γεμίζοντας,
με άδειες από σένα μνήμες
Έλεγες πάντα τις σκιές να κυνηγώ.
«Στις μαύρες τρύπες,
μόνο τα μαθημένα μάτια βλέπουν»…
έλεγες.
Και τώρα ξέρω μονάχα εκεί να κατοικώ,
και για να αναπνεύσω, μιαν αχτίδα σκοταδιού ανάγκη έχω.
Κι όσο πιο βαθιά και η ύλη των ματιών μου ακόμα,
μια ερεβώδης μάζα γίνεται,
τόσο πιο πέρα απ’ τη ζωή φαντάζεις.
Αλήθεια, αυτό πώς δεν το σκέφτηκες;
Για κάτι τέτοιο δε με προετοίμασες.
Κι αν τώρα μπορώ, με μεγαλύτερη δύναμη και ορμή
κάτι να κάνω, είναι το μικρό μου εαυτό να αγαπώ.
Γιατί τα δυο μου χέρια, την κοιλιά
και άλλες γωνιές της σάρκας μου όταν κοιτάζω,
ξέρω πώς από τη δική σου απλά κοπήκανε…
Το αίμα μου, εσύ με περισσή φροντίδα
στις φλέβες μου,
στάλα τη στάλα έριξες.
Κι ό, τι δικό μου σώμα λογαριάζεται,
το δικό σου αφετηρία έχει.
Κι άλλο δρόμο δεν έχω πια,
παρά να με αγαπάω.
Και τη φτωχή μου ύπαρξη πελώρια να ορθώνω,
στου δρόμου τις απότομες στροφές.
Έτσι, όρθια κι ακέραιη να στέκομαι.
…
Ώσπου…
Εκείνη η μαγική στιγμή να ’ρθει…
Οι ρόλοι να αντιστραφούν,
κι εγώ από τις φλέβες μου,
αίμα να ρίξω στις δικές σου
και μέσα απ’ τη δική μου μήτρα να ξαναγεννηθείς.
Και τότε, κόρη να σε πω,
κι εσύ εμένα, όπως εγώ συνήθιζα να σε φωνάζω…,
«μάνα».