Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Κάθαρση (;;)


Κι είναι μια σύμπτωση σχεδόν ειρωνική,
που η νύχτα έχει κάτι από τη γεύση της σκουριάς.
Κι είναι η γεύση αυτή που γεννάει τα όνειρά μου.
Θυμάσαι που συζητούσαμε ώρες πολλές
για όλα εκείνα τα παράδοξα που φανερώνονται στον ύπνο μου;

Κι εκείνο το όνειρο που είχα δει...;…
Το θυμάσαι;
Πως ήσουν τάχα εσύ, με το κεφάλι και το σώμα σου τ’ αληθινά…,
μα τα χέρια και τα πόδια σου ήταν σα να ‘χανε μόλις κοπεί
από τη βρεφική σάρκα μιας νεοφερμένης ύπαρξης…
Κι έτσι άχαρα και άτεχνα να είχαν κολληθεί στους ώμους
και τις απολήξεις της λεκάνης σου.
Κι ήταν τότε, που τ’ αδύναμά σου άκρα δε μπορούσαν να μ’ αγκαλιάσουν.
Κι είχες στενοχωρηθεί γι’ αυτό λιγάκι.
Θυμάσαι;
Μα όσο πιο παράδοξη γινόταν η μορφή σου,
κι όσο πιο ανίσχυρος εσύ να προσφέρεις ένα μικρό έστω «κάτι»,
ένα αθέατο σχεδόν «λίγο»,
τόσο περισσότερο αγαπούσα εγώ την εν δυνάμει,
μα ποτέ πραγματωμένη συνθήκη.

Κι άρχισα τότε, με μητρική σχεδόν στοργή,
τα μικροσκοπικά σου άκρα να φιλώ.
Θυμάσαι;
Μα δεν άλλαζε τίποτε.
Εσύ παρέμενες μικρός και τα χέρια και τα πόδια σου σχεδόν παραλυμένα,
άυλα σχήματα...,
σαν τα υφάσματα που κρέμονται από τη
φούστα της ζητιάνας με την ξεχαρβαλωμένη κιθάρα
και τις δύο χοντρές πλεξίδες, στη γειτονιά...
Μα από τούτη τη μικρή ένωση, η βρεφική σου σάρκα,
άρχισε ένα περίεργο άρωμα να αναδύει.
Ένα άρωμα, που είχε φορτίο μνήμης παιδικής.
Από εκείνα τα πρωινά της Κυριακής στο χωριό,
που η γιαγιά μού ζητούσε να τη συνοδεύσω στην εκκλησία.
Κι εγώ βαριόμουνα πολύ το πρωινό ξύπνημα.
Κι είναι περίεργο, πώς τούτη η επαφή γέννησε μια τέτοια μυρωδιά.
Και παράδοξο μαζί, αφού κανένας από τους δυο μας
δεν πιστεύει στους θεούς των ανθρώπων.
Μα με τον καιρό κατάλαβα...,

...Τούτη η συνάντηση της γεύσης της σκουριάς στη νύχτα...,
με το άρωμα του μύρου στα όνειρα...,
μόνο παράδοξα μπορεί να γεννήσει...